Κράτησα
μια
ξεχασμένη αχτίδα ήλιου
βυθισμένη
στη θάλασσα των ματιών σου
όταν
αρμένιζα στις ανάσες σου
αναζητώντας
πελαγίσιους δρόμους
στην
άκρη μιας ακόμα ψευδαίσθησης
στα
αυτοκρατορικά όνειρα
του
κορμιού σου
Τι
κι αν ο αέρας κόπασε
εξακολουθώ
πεισματικά
να
υψώνω πανί στον άνεμο,
να
προσκυνώ λατρευτικό είδωλο
εξορυγμένο
από τα λατομεία του ήλιου
θυσιάζοντας
στο βωμό του αισθήσεις.
Λέω…
δε
μπορεί να σπάνε έτσι οι μύθοι
από
μια ξεχασμένη αχτίδα ήλιου
που
δρασκελίζει με το φως τη ψυχή
διαπερνώντας
λαβωματιές σωμάτων!
Στα
αιμάτινα φονικά των αισθήσεων
διαμπερή
τραύματα στάζουν ακόμα τη λάμψη
από
υποσχεμένους ήλιους
τη
θάλασσα της φυγής σου.