Αφή
άυπνη
σιμά
στο αόρατο απολογείσαι
για
αγγίγματα στο ορατό
δούλα
εκ γενετής στο ψηλάφισμα
αναστατώνεις
την αίσθηση
σε
δάχτυλα που καίνε.
Προστατευμένη
σε υγρή σιωπή
ασκήτεψες
για μήνες
τώρα
στο φως δοκιμαζόμενοι συνδυασμοί
αφηγούνται
χαρές και λύπες
πίκρες
και απογοητεύσεις
κι
όσα οι ήλιοι σου ’μαθαν
ραγισματιές
σε μοναξιάς τοπία
παλιώνουν
σε
κατεδαφισμένα φιλιά
σε
χέρια που δεν βολεύονται
στην
απόγνωση με ονόματα που έχουν λήξει
Τις
νύχτες θα ματώνεις αναίμακτα
σέρνοντας
την ερημιά των άκρων
στα
ανήλιαγα υπόστεγα της νοσταλγίας.