Οι υποψίες ξέθωρες, ανεπιβεβαίωτες
για μαχαιρωμένες αντιστάσεις
σε αιμάτινες πλατείες, σε δρόμους,
σε καταυλισμούς ψυχών που στοίβαξαν όνειρα
στα περιγράμματα της σήψης.
Τίποτα,
στο τίποτα χτισμένα μάτια υποψιασμένα
σκαρφαλωμένα σε σκαλωσιές θλίψης
απέλπιδα… τρομαγμένα…
επιχειρούν πτήσεις
με αβόλευτες πτώσεις στο κενό
πνίγοντας την τελευταία ανάσα
στο επέκεινα του θανάτου
με φορεμένα κατάψυχα της ελπίδας τα τρόπαια
μέσα σε λίμνες αίματος.
Ποια εξουσία θα θυμηθεί
ν’ αφήσει ένα λουλούδι
στης άθικτης ζωής τη θιγμένη αξιοπρέπεια;
Μόνον εκείνοι που προσπερνούν
νοσταλγούν με το βλέμμα
ζωή που τους στέρησαν
ζωή που τους στερούν
ζωή που θα στερούν για χρόνια
οι πειραματισμοί
μιας ανάλγητης κι ανεπαρκούς εξουσίας
στις περιλήψεις του πόνου…