Κοντοστάθηκες στο τελευταίο σκαλοπάτι της λύπης,
δεν υπήρχε άλλο Ύψος
για να ν’ αναμετρηθείς
με τα όρια της θλίψης
στις βασανιστικές αποστάσεις της απόγνωσης.
«Θα λιώσουν οι πάγοι στα μήκη
των λαξευμένων διαδρομών της απελπισίας», είπες.
Κι από τότε,
κάθε που ανεβαίνω βήμα-βήμα τις σκάλες
προσπαθώντας να πιάσω λίγο χιόνι
εκείνο βρέχει το ζεστό δέρμα
για να δροσίζεται η ανάμνηση
ενός χθες κι ενός αύριο
που παραδόθηκε αμαχητί στη λήθη.
Πια δεν βρίσκω το σπίτι
ούτε την πόλη
μήτε τον ουρανό
που θα συγκρατούσαν τα ίχνη
της παραπεταμένης αφοσίωσης
στα απομεινάρια μιας αγάπης
που οριστικά και αμετάκλητα έχει φύγει…