Δεν ήμασταν αιχμάλωτοι της αοριστίας.
Δεν είχαμε δεμένα τα χέρια.
Μόνο η φωνή στεκόταν ακίνητη, δεσμευμένη
ευάλωτη στις προκλήσεις
κι αν ζήταγε να φωνάξει
Σώπαινε
πριν ανοίξει η καταπακτή της ελευθερίας
στους άλυτους γρίφους της ιστορίας.
Την ξαναδιαβάσαμε πολλές φορές από τότε
αναβιώνοντας την αλήθεια του μύθου
- ανεξήγητη πολλές φορές -
Ανιστόρητοι φθάσαμε
ως τα καθαρτήρια της απόγνωσης
με καταδότες, τα χαμόγελα της θλίψης,
που βιάζονταν να απορροφήσουν
το ράγισμα ενός γέλιου στα χείλη
σαν συλλάβιζαν την υποδούλωση
σε χρέη ανιστόρητων ηγετών.
Απροετοίμαστοι, άοπλοι
Αιχμαλωτίστηκαν στην αοριστία.