Το (λ) λάμδα των (λ)έξεων


Ανερμάτιστες επιθυμίες
καρφωμένες σε τοίχους
σε βωμούς,
σε φύλλα που λάμπουν σταγόνες
ημερών που δεν θα ’ρθουν,
μόλις χθες βράδυ
διαμελίστηκαν ανατροπές
κάτω απ’ το βλέμμα του φεγγαριού.
Υποταγμένα προσχήματα
έκλαψαν την βεβαιότητα
ενός ακόμα θανάτου
στης σελήνης τα κλειστά βλέφαρα.

Κανείς δεν είδε
Κανείς δεν αναζήτησε την αβεβαιότητα
που σεργιανούσε αμέριμνη
σε απρόσιτους δρόμους
με αδιέξοδους συνειρμούς
ψιθυρίζοντας το (λ) -λάμδα- της πρόσκ(λ)ησης
της πρόκ(λ)ησης
ριγώντας την απε(λ)πισία
(λ)υγμών που έ(λ)ηξαν
με ακατάληπτους στίχους.

Κι όμως, υπήρξαν ποιητές
που αφουγκράστηκαν την απλότητα.
Σώπασαν
πριν την μεγάλη εξέγερση
αφήνοντας (λ)έξεις
στις φερτές η(λ)ιακές καταιγίδες
μήπως και βρέξουν
το Πλατωνικό σύνολο… του μέλλοντος.