Ανυπόδητο όραμα


Ανυπόδητο το όραμα
στις εκβολές λεηλατημένου τοπίου
χάνεται στο χρόνο
στο φως του φεγγαριού
στο καθρέφτισμα του νερού
με στόμα κλειστό
και σφαλιστά μάτια
στις λάμψεις ονείρου που έσβησε.

Εκεί το απέραντο
εκεί και το αίνιγμα
να κλείνουν γρίφους
που ζητούν να λυθούν
στην άμπωτη μιας καλημέρας
στην παλίρροια μιας καληνύχτας,
τότε που οδοιπόροι φιλούν
αόριστα φεγγίσματα
στα βότσαλα της ψυχής.

Μιλούν και δακρύζουν
δακρύζουν και συνεχίζουν να μιλούν
για όλα εκείνα που δεν έπρεπε να γίνουν
κι όμως έγιναν
στις αποκοιμισμένες όχθες
με υπνωτισμένα βλέμματα
σε παγωμένα νερά
στη μέση του ποταμού
με τους ίσκιους να πλέουν
λιποτακτώντας
σε δακρυσμένα κανάλια.