Το λίγο του χρόνου
Εκείνο το λίγο που στεγνώνει
στην λαμπερή αφετηρία μιας αναζήτησης
στις αποτεφρώσεις ενός καθοριστικού τέλους
διδάσκοντας επιείκεια με πένθιμες παραιτήσεις.
Βραδιάζει στην απλησίαστη θάλασσα
με κύματα βουνά να ωφελούν τραύματα ανοιγμένα
επουλώνουν με ιώδιο όνειρα σκοτεινά
μη ξεψυχήσουν την αυγή
την ώρα που ο αέρας θα καλεί στάλες σα κτυπούν βράχους,
αίμα που κυλά στην άμμο
αφημένα ίχνη σβήνει η πλημμυρίδα
παραδομένα, προδομένα από παλίρροιες πάθους
στην ακτή της παραίσθησης
εξατμίζοντας όσο άρωμα έμεινε στο χαραγμένο πεύκο
στα κρινάκια που άνθισαν μόλις σε μια στάλα γης
ρουφώντας με περηφάνια ήλιο και δροσιά πρωινού
τρυπώντας την θύμηση.
Σε καιρούς αλησμόνητους ξεψυχά η ανάμνηση αήττητη σε μπλε αποχρώσεις
δίπλα σε λειασμένα βότσαλα μνήμης,
την ηχώ του ανέμου προσκυνούν χαμηλοθόρυβα σκιές
που βημάτισαν πάνω τους νύχτες πανσέληνες και μέρες ηλιοφωτισμένες
υπνωτισμένες από την βουή τ' αγέρα
στον βρεγμένο κολπίσκο στης λατρείας το πέρασμα
μυρίζοντας μόνο την απουσία
που τσακίζει ασώματη παρουσία,
κάθε μέρα εκκλησιάζεται στους γκρεμούς της αγάπης
στις ανταύγειες της πέτρας
συσσωρεύοντας καλπασμούς από ψυχές ζωντανές
που για μια φορά διασταυρώθηκαν σε παλιά τοιχογραφία θλίψης
στην άηχη μουσική της ελπίδας
στην ανταλλαγή αθώων χρωματισμών σε βυθούς σκοτεινούς
έφεξαν για λίγο αναστάσιμη νύχτα
κι έφεραν στάχτη κεριού που έλιωσε ονόματα άγνωστων περαστικών
σε τούτο το λαμπερό πέρασμα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.