Καταδικασμένα βράδια


Όσες φορές κι αν ζήτησα να με ξυπνήσει
ο καλπασμός μιας χαραυγής
με την χρυσή ακτίνα,
που πάνω της είχες εξομολογήσει
τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας,
δεν μπόρεσε η λάμψη να εισχωρήσει,
να χαϊδέψει τα μάτια,
να ψιθυρίσει γλυκά
το αίνιγμα της ψυχής σου
κι ας ήθελα οδηγό μου την ανατολή
και δρόμο μου τη δύση
να κρατήσω στα χέρια μου το φως
για να χτίσω τα αδοκίμαστα μαζί σου.

Καταδικασμένα τα βράδια μου
σε χειμερία νάρκη οι νύχτες,
με τις επιθυμίες να τελούν σ' αναστολή
στις εφέσιμες αϋπνίες των βλεφάρων,
που τα σώματα πια δεν μιλούν
σιωπηλά χαράζουν τόξα προς τον βορρά,
με παλίρροιες πόθου ταξιδεύουν
στην άμπωτη εκείνου που φοβούνται ν' αγγίξουν
φθάνοντας μουσκεμένοι
ως την ανωνυμία του θανάτου… του «δικού» τους θανάτου.