Παράδεισος


Πότε ήταν που ξύπνησα απ' το λήθαργο;
Δεν σε είδα να φεύγεις,
κι ούτε άκουσα να κλείνεις την πόρτα
ξέφευγες μέσα από τοίχους σαν αιώρηση φαντάσματος
που ποτέ τα δάχτυλα δεν σ' άγγιξαν
μήτε χείλη σε φίλησαν.
Μόνον τα σύννεφα άκουσαν τον τριγμό της ένωσης μαζί τους
κι η βροχή κύλησε ως εκεί που αγάπησες
μουσκεύοντας το δριμύ της φυγής σου
με τραγούδια που νανούρισαν τον ύπνο του αέρα
γύρευαν χέρια για να πλεχτούν σώματα απλησίαστα μέχρι χθες
να χρυσίζουν με την πανσέληνο το σταρένιο του δέρματος
να ψάλλουν το ψιθύρισμα της σκοτεινιάς
στης λάμψης το ικρίωμα σα μεγαλώνουν οι σκιές
στης λατρείας το αντάμωμα
σε νύχτες δεσποτικές με μυρωδιές αδοκίμαστης συνάντησης
που ο αγέρας έφερνε αίμα ζεστό ως τον κρατήρα της αναπνοής
ως τα κλειστά μάτια σε μετρημένους χρόνους.

Πότε ήταν που μιλήσαμε στα νερά;
Δεν θυμάμαι πια...τις στἀλες
που έπεφταν αυλακώνοντας το πρόσωπο
και το κλάμα, με τα διάφανα δάκρυα, να γίνονται ρυάκια
να καλπάζουν, να ψάχνουν, να βρουν την θάλασσα
ερημική κι απέραντη
ασχημάτιστη και λυτρωτική
μια Γη και γύρω το αήττητο του νερού
που όλο έρχεται κι όλο φεύγει με κυανόλευκες αποχρώσεις
ίδιες με τα μοναχικά μάτια που έσταξαν την πρώτη σταγόνα,
στην πρώτη πέτρα και χάραξαν τ' όνομά σου..." Παράδεισος ".