Ένα-ένα τα δάχτυλα σμίγουν
σε παλάμες που κρατούν τον ορίζοντα
κι ας είναι σ’ εκκρεμότητα ο άνεμος
κοιμάται ακόμα, δεν ανοίγει πανιά
για το βρεγμένο λιμάνι της λήθης,
η βουή της ελάχιστης σιωπής κερώνει τον ήχο
πάνω από κύματα εγκατάλειψης,
με γνώριμα περάσματα λύπης
να σφυροκοπούν το θέλημα του ταξιδιού
στα τρεμάμενα νερά της αγάπης.
Γίνεται να ντυθεί το κενό
με δάκρυα-με λυγμούς-με μνήμες
με άναρθρα ψιθυρίσματα
μπρος σε ελαιώνες θλίψης;
Πάνω στην πέτρα σκιές αφηγούνται
την ζέστη που άφησαν κορμιά μαθημένα
στην ιερότητα των ροών,
αποτυπωμένα ίχνη αποκαλύπτουν
σκόρπιες ψυχές πιασμένες στο δίχτυ
περιμένοντας να φυσήξει ο άνεμος.