Ακροβασίες θάρρους


Όλα άρχισαν μες τη σιωπή
κι ούτε που κατάλαβα
πως αναρριχήθηκαν σε πλαγιές αποχαιρετισμού,
με φτερά κέρινα έφτασαν ως τον ήλιο
για να πενθήσουν παλάμες
που τόλμησαν ν' αγγίξουν το όνειρο
με ακροβασίες θάρρους
για τα ύψη του παράδεισου.

Κι όσο οι χρόνοι συναινούσαν την αθωότητα
με φως σταγμένο στα μάτια
στα χαμόγελα
στις μιλημένες χαρακιές των αδιεξόδων
εκείνη χρονοτριβούσε με πείσμα,
με υπομονή,
με επίγνωση
πως η αρετή κατακτάται
στην αληθινή προσπάθεια
ν' αγγίξει τον άνεμο
από τα ψηλά καμπαναριά της αγάπης
στα μυρωμένα λιβάνια της υποταγής.

Μετά όλα μάδησαν
σε στοές που οι σκιές ψιθύριζαν λάμψεις
για να υπάρχει πάντα λιγοστό φως
να εξαργυρώνει την αθανασία των συναισθημάτων,
το ελάχιστο και το μέγιστο
μιας φυγής αναπότρεπτης
που τρέχει γι' αλλού με φορεμένες στάλες
έτοιμης από καιρό
για τους επερχόμενους κατακλυσμούς
στη μέση μιας ξεθωριασμένης τοιχογραφίας
στους ναούς του τέλους.