Είναι που το σώμα θυμάται
όλες τις ρωγμές που άφησες
στο πέρασμά σου
με τα μάτια να ξεδιψούν
απ’ τη βροχή
που τα βλέφαρα έβρεξε
τον καιρό που αντάριαζες
την ψυχή μου.
Τώρα ο πόνος παγώνει το κορμί
σε ιστορημένα αινίγματα απουσίας
σε ανέμους χωρίς μνήμη
κι ας ουρλιάζεις ακόμα
μύθος αλύτρωτος μέσα στην άρνηση
στην αμφίβολη κατάφαση της παρουσίας.
Έμεινε το μονόγραμμά σου
ακουμπισμένο
δίπλα σε μια ελαιογραφία ξέθωρη
στα απολιθώματα του χρόνου,
τακτοποιημένο
ανάμεσα σε μια βασανιστική σιωπή
με σαρκασμούς θανάτου,
με θλιμμένο χαμόγελο
μιας αγεωγράφητης νοσταλγίας
που δεν λέει να τοπογραφηθεί
στους κυματισμούς της φυγής σου.