Οι φόβοι


Ξυπνούν οι φόβοι σε διαδρομές μνήμης,
με ρούχα κλεμμένα παίζουν κρυφτό
κυνηγώντας αλήθειες,
εκεί που οι πέτρες κυλούν
σε εικόνες ανάμνησης,
πολυβόλα τρυπούν εκείνο που λείπει
το ακολουθούν με φωνή
που σπάει κομμάτια γυαλιού
για να ματώνουν βήματα.

Ταξιδεύουν με χειμώνα πρώιμο
σε λησμονιάς προορισμούς
κι αρχίζουν ξανά να στήνουν εικόνες,
με καρδιές ανταριασμένες
δίπλα σε πειρατές και σαρακηνούς
λύνουν σχοινιά, κόμπους
δένουν τα χέρια στο μακελειό της λήθης
στα άναρχα συνθήματα,
στις άδικες συνθηκολογήσεις
χαρίζουν νύχτες και θλιμμένα χαμόγελα,
με λαϊκά ξεσπάσματα
γυρεύουν την πραγματική ταυτότητα ήρωα
που σταμάτησε ηρωισμούς
στην αταξία οδοιπορικών
που ακόμα αντέχουν
σε ξενιτιά να ξημερώνουν.

Σε μέρες που έχασαν όνομα και ημερομηνίες
σε λιμάνια αφιλόξενα και βουνά απρόσιτα
στις ακτές του τέλους
αμαχητί πορεύονται οι φόβοι.