Πανιά ανοιγμένα
Τα πανιά από καιρό είχαν ανοίξει
αν και δεν φαίνονταν
μόνον εκείνη η σιωπή ακουγόταν,
που ούρλιαζε
σειρήνες απρόσιτες
σε πορείες ταξιδιών
με πειραγμένες πυξίδες.
Δεν χωρούσε στο νότο
όταν όλη η ζωή
εμπεριείχε τον βορρά,
πως να τιθασεύσει την επιθυμία
που ανάλγητη καλούσε
σε περιοδεία το πεπρωμένο,
το παγιδευμένο σ' έναν κόκκο άμμου
στους αντικατοπτρισμούς της υδρογείου
λαχταρώντας την επικινδυνότητα του ταξιδιού
ξεκλειδώνοντας αρχαίες Πύλες
στο αμετάθετο της μοίρας.
Έτσι να φτάνει
ακέραιη,
άφθαρτη η ζωή
μη τύχει και χαθούν στις ροές των ανέμων
οι προορισμοί
στις αντιδικίες με την βροχή
στις κατακλυσμιαίες πλωτές διασώσεις
τότε που το περίγραμμα ενός φεγγαριού
ταξίδευε ανάμεσα στα σύννεφα
για να φωτίζει
τις πειρατικές εφορμήσεις
στο άγνωστο.