Είναι κι η νύχτα απόψε στεγνή,
όνειρα φέρνει
να ξημερωθούν,
άραγε θα κοιμηθούν
ή μήπως πάλι
θα τα βρει η ανατολή ξυπνητά,
νομίζοντας πως ονειρεύτηκαν.
Αφήνονται στα ενδεχόμενα που αεροβατούν,
θέλουν να γίνουν βεβαιότητα
στη μέρα που φθάνει,
μα πως μπορεί
τα όνειρα να περπατούν
δίπλα- δίπλα στο ποτάμι της πόλης,
να δακρύζουν τον λυγμό
κάτω από ήλιο χρυσό,
εκείνα που ποτέ τους δεν έμαθαν
να κολυμπούν στης μέρας το φως.
Χάνονται, βρίσκονται για να πάνε πάλι
εκεί που η φυσική θέση τους παραμένει άγρυπνη,
στην ανιδιοτέλεια ταξιδιού αξεκίνητου
παρηγοριά σε μάτια κλειστά που κοιμούνται
στην εκκρεμότητα αλήθειας και πλάνης,
παραπλανώντας σώματα σε χορούς σιωπής
καιόμενα απ' τη φωτιά
που το αίμα τους καίει.