Α-λήθη
Ξοδεύτηκα να λέω το όνομά σου ψιθυριστά
να μην ακούει κανείς
όταν το στόμα αιμορραγούσε απ' τη φωνή
ψηλαφίζοντας συλλαβές στις χορδές του τόξου
τεντωμένης μνήμης μυστικής
αποσιωπιωμένης
στους βυθούς μιας άκαμπτης προδοσίας
ορθώνονταν γυμνή
με τεντωμένα χέρια στα νερά
που σκόρπισαν
πριν κλειδωθούν για πάντα οι αναμνήσεις
στο φως
στη κραυγή που σώπαζε
πριν ακολουθήσει τον ποταμό
και χαθεί
στην έρημο των στεναγμών.
Με βλέμματα θολά σε αδιάβατους δρόμους
σημάδια και χνάρια διάβαζαν
που φεύγοντας άφηνες
για να σκιάζομαι κάθε φορά
ακολουθώντας το δικό σου φως
με πληγωμένα πόδια
στην άβυσσο της φωτιάς που δεν έσβησες
με διχασμούς
με μάγια
καρφώθηκαν σε α-λήθη
μη μπορώντας να νικήσουν το πισωγύρισμα
στο "ξένο" που δεν ακούμπησε
με δυο μάτια βροχή
απ' την οδύνη
αναπαριστώντας μαύρο σύννεφο
στο άβατο τ' ουρανού σου.