Αφέγγαρες νύχτες


Αφέγγαρες νύχτες σαν ξωτικό αιθεροβατείς
στις αυλές τ' ουρανού
να συναντήσεις τα δάχτυλα που έγραφαν
αν κι επιθυμείς να ξεχάσεις
να μη σκέφτεσαι
φερμένο πόνο
όταν χωρίς φραγμούς
την αγάπη σου έδινες
και με κατάρα βαριά την έδενες.

Έστηνες οδοφράγματα εναλλακτικά
με τύψεις κι αποσπάσματα ποιητών
σε παράδεισο κλειστό
αναζητώντας κλειδί για θάνατο
φορεμένο στα μάτια
και ξεχασμένα λόγια πληγής
κλεμμένα
που αθάνατο σ' έχριζαν
τακτοποιούσες ανυπομονησίας συνείδηση
με ακυβέρνητες ανάσες φωτιάς
ψιθυρίζοντας λυπημένα τραγούδια.

Τώρα μόνον φράχτης μικρός
από κόκκινο χιόνι
κρυσταλλωμένο αίμα καρδιάς
σιωπηλό,
απροσπέλαστο
και που να βρεις αλάτι να ρίξεις
να λιώσεις τον πάγο
να ρευστοποιηθεί
να τυλιχθεί
να γίνει καιόμενος αναστεναγμός
στο πικρό στόμα σου.