Ποια φώτα σε υπνωτίζουν
όταν φοβάσαι τον ήλιο να δεις
και θάνατο ονειρεύεσαι
στα κεντρώα ανοίγματα του φεγγαριού
την ώρα που δύει
καρτερώντας σιωπηλά την μοίρα
την ανυπακοή της καρδιάς
που άλλα προστάζει
κι άλλα εκτελεί.
Ήδη το τέλος φυσάει
τη φλόγα που ολοένα σβήνει
από την φωτιά
που και οι δύο στα χέρια κρατήσαμε
όταν ο έρωτας
την πόρτα μας άνοιξε
και τα σώματα έκαψε.
Τώρα μόνον ενυπόγραφες φαντασιώσεις
σεργιανούν σε δανεικά όνειρα
κλεμμένα
πότε από σένα
πότε από μένα
στην χαραμάδα του χρόνου
να μας βρίσκουν απέναντι
πετροβολώντας
τις σκιές που κρύβονται
στην τεθλασμένη ανισορροπία
μιας καθολικής άρνησης.