Υψιπλέουσα


Άφησες μέρες σιωπής να διαμελίσουν
ψυχή και σώμα
κι έπρεπε γω
να αρχίσω απ' την αρχή να μαζεύω κομμάτια
από κείνο το άστεγο σύννεφο
που θέλησες να κατοικήσεις
να τα συναρμολογήσω
μη γίνουν βροχή
μη γίνουν κόμπος
και δεθούν με τα δικά σου σχοινιά
εκείνα που μια νύχτα έλυσα
υψιπλέουσα
κάτω από κλεμμένο φεγγάρι.

Στην δική μου ανεμόσκαλα
θέλησες να ανέβεις
για να πιάσεις το όνειρο
να φυλακίσεις ήχους σε χάρτες
ανάσες σε καθρέφτες
κι ύστερα στις όχθες
να λουστώ τυλιγμένη από λέξεις
μετέωρη
στο ναί-στο όχι
στο έλα-στο φύγε
στο μοίρασμα που δεν ήρθε
στη σύνταξη της αφής στο δέρμα
που ασύνταχτη έμεινε
στα χαμόγελα μιας αδέσποτης φυγής
χωρίς μνήμη
μήτε ανάμνηση
στο παράθυρο της νοσταλγίας
μόνον ξόρκια ανεμικά
και λόγια πένθιμων ερώτων
αόρατα τραυλίσματα σε άσκοπα θαύματα
παραισθήσεις σε σεληνιακά τοπία
αινίγματα που έπρεπε να λυθούν
άδοξα διεκδίκησαν την λύση
σε σβησμένα ίχνη
σε γραμματοσειρές άναρχες.

Έσερνες την ματαιοδοξία μιας προδοσίας
πλευρίζοντας το χειροκρότημα
και φιλντισένια φιλιά
στη νερένια χώρα.

1 σχόλιο:

Μαρια Νικολαου είπε...

Ποιος μας έκλεψε το φεγγάρι και λείπει από τη νύχτα ;
Ποιος αγρυπνά τώρα για μας άραγε...