Τι κι αν σειρήνες καλούν τον Οδυσσέα
να ακολουθήσει την καμπύλη των κυμάτων
σε υπνωτισμένες σπηλιές
για τον ακριβό ύπνο
εκεί που το όνειρο προσλιμενίζεται
με τρικυμίες πάθους
εξημερώνοντας τέρατα
σαν παρηγορούν αισθήσεις
σε διάφανα πέπλα βυθών
με πρωινά ξυπνήματα.
Τι κι αν άνεμοι δραπετεύουν
από κλειστούς ασκούς Αίολους
πάντα οι καταιγίδες θα βρίσκουν τρόπο
να ανασυντάσσονται
μέχρι να βουλιάξουν το πλοίο της επιστροφής.
Δεν θέλουν να φτάσει σε λιμάνια γνώριμα
σε σπίτια που καπνίζουν γλυκούς νόστους
τότε που θύμησες τρυπούν την καρδιά
με οικίες φωνές και αράγιστους ήχους
που δεν ξέφτισαν
σε απομεινάρια ταξιδιών που δεν λένε να λήξουν.
Νύχτες και μέρες φωνάζουν γυρισμούς αξεθώριαστους
ανασαίνοντας προσμονές
σαν ανασταίνουν το όνειρο… της αντάμωσης.