Δυό ανάσες μικρές και φθαρμένες οδύνες
λυγίζουν σώματα
για να μικραίνουν αποστάσεις
σε σπασμένες νύχτες
μετρώντας με στεγνή φωνή απώλειες
στις μεσονύχτιες αναφλέξεις στίχων
στις ανέγγιχτες μυρωδιές της μνήμης.
Σε απλησίαστες θάλασσες
γυρισμοί στέγνωναν κύματα
τότε που αλλοιωμένα ονόματα άλλαζαν
μουσκεύοντας ναυάγια σιωπής
στους χειμώνες της απουσίας
σκορπίζοντας στάλες
σε βουρκωμένες μέρες
με στεναγμούς απάτητους μακρινών άστρων.
Έτσι μιλούσαν…
με αποσιωπητικά και παύσεις
στις σπαταλημένες σιωπές
με την ελπίδα πως θα λύσουν το αίνιγμα
στην υγρή ισορροπία της λήθης
συλλέγοντας… δάκρυα.