Επιστροφές της ποίησης

Πεθυμιά για ένα σούρουπο
επιστρέφοντας από τις κατακόμβες της μέρας
με φορεμένο στα μάτια το κόκκινο του πάθους
στις απερίφραστες διαδρομές ενός δειλινού.

Πόσο πορτοκαλί ακόμα να καταπιώ
κι ύστερα να το δώσω τροφή σε πινέλα
να βάψουνε τα σύνορα με τη νύχτα
τα καταφύγια των στίχων,
τότε που μοναξιές μένουν γυμνές στα περιθώρια
με περιγράμματα το άλικο των αισθήσεων.

Ξέρω καλά πως λιγοστεύουν τα χρόνια
σα δεν μπορούμε να μοιραστούμε
μια φέτα ήλιου όταν βυθίζεται στη θάλασσα
να μικραίνει ο ορίζοντας κι εσύ να λες:
«ακούσαμε και σήμερα τον ήχο ενός ήλιου
να βασιλεύει στις κορυφογραμμές των πόθων
κλαίγοντας βουβά για το βύθισμα».

Βιάζεται η νύχτα να υψωθεί
επιθυμώντας πληγές της μέρας να κλείσει,
να επουλώσει πόνους μεσημεριού
και ανταύγειες πρωινού
να γίνουν άστρα στον ουρανό της,
να εντοιχίσει ρίμες αδιεξόδου
στα παραπήγματα των αποστάσεων
κρατώντας μαχαίρι αντί για φτυάρι λησμονιάς
στα αναπάντητα ερωτήματα της καρδιάς
γράφοντας μόνο ποιήματα
που οδηγούν το σχοινί των αναρριχήσεων
ως τη θέα σβησμένων αστεριών
λουσμένα από το φως της σελήνης.

Τι κι αν λείπουν τα μάτια,
πάλι απόψε θα φανερωθούν φλέβες ελπίδας
στις απαρηγόρητες κραυγές μιας ήττας
στους εχέμυθους διαλόγους μιας νίκης
σα πνίγουν αφηγήσεις αποχωρισμών
υπερασπίζοντας την α-λήθη.

Μυστικά κι απόψε
θα ντύσω τη θλίψη με όνειρα
που ναυάγησαν λίγο πριν ξημερώσει
στις επιστροφές της ποίησης.