Χρωστώ…
την αφή στις λέξεις
τις υποδόριες συγκινήσεις
την ανατριχίλα στα αναδυόμενα νοήματα
την υπέρβαση στις ανάσες
καθώς με δυσκολία αναρριχούμαι
στα υψηλά τείχη της ποίησης
λειαίνοντας αχειροποίητα
το κατεργασμένο μάρμαρο της γραφής
τείνοντας προς το επέκεινα του ποιήματος.
Κάποια ελλειπτική βαρύτητα
μου επιτρέπει ν’ ακολουθώ το - βάρος -
στους ουρανούς των συναισθημάτων
να ψηλαφώ ίχνη και βήματα
για να μπορώ να τυλίγομαι
στο χνούδι του ασύλληπτου.
Κι εγώ που χρόνια ζούσα στη φθορά
μεταλαμβάνω το χρέος
την αφθαρσία στη σύζευξη
με τον Λόγο
|