Θλιμμένη από ανύπαρκτες πλεύσεις
απαρηγόρητη
στέκει η Ηλέκτρα
καθώς
βλέπει να εξατμίζονται
οι
τελευταίες σταγόνες προσμονής
για
το αντάμωμά της με τον Ορέστη.
Στην
ερημιά της απελπισίας
η
ελπίδα λιγοστεύει,
σα
βλέπει στην υδρία
να
φυλάσσεται η στάχτη του αδελφού,
σπαρακτικά
θρηνεί τον χαμό του.
Ξέρει
καλά πως…
ο
μεγάλος πόνος εμφυτεύει μεγάλο μίσος
κι
οι ερινύες ακάλεστες στήνουν χορό
στη
θρυμματισμένη βεβαιότητα της μνήμης
βαφτίζοντας
ανέγγιχτα στο μισοσκόταδο την ανάμνηση
στο
φορεμένο στέμμα της νοσταλγίας.
Στα
λυκοφωτικά περάσματα
μυστηριακά
αναφλέγονται σώματα
στις
πτώσεις των λυγμών
που
ανθίζουν λίθοι δακρύων,
μα
καθώς ρέουν αταξίδευτες θάλασσες στις φλέβες
εκείνη
θυμάται τη γεύση ενός φιλιού
και
τις αγκαλιές που σαν παιδιά αντάλλασσαν.
Στα
ερείπια του χρόνου
η
Ηλέκτρα ικετεύει
προσηλυτίζοντας
τη Νέμεση,
διεκδικεί
ένα πεπρωμένο
που
δικαιώνει το δίκαιο
στα
ρήματα του πόνου.