Μετανάστευση του ανεκπλήρωτου


Καθίσαμε αντικριστά,
είχαμε τόσα να πούμε…
Δεν μιλάγαμε,
μόνον τσουγκρίσαμε αθόρυβα
τα ποτήρια των αναστεναγμών
κι ύστερα άπλωσες τα χέρια
για ν’ αγγίξεις με λατρεία τα δάχτυλα
που τύλιξαν πριν με την αφή
τη συγνώμη της απουσίας.

Γδαρμένα τα πρόσωπα,
ακόμα αιμορραγούν στα χείλη
τα σημάδια τα ανέφικτου,
κυριαρχούν στο στόμα, στα μάτια
στο σβησμένο λακκάκι του γέλιου σου
στο αμετάθετο της φυγής σου.

Είσαι εσύ κι εγώ
που μια στιγμή
τυλιχθήκαμε με τ’ όνειρο
υψιπετώντας στο θανάσιμο κόκκινο.
Μια επιθυμία μικρή, βασανιστική
στην αφθαρσία του χρόνου
εισχωρεί στη θλίψη
γητεύει την αναμονή, το παράπονο
σε άδειες μέρες
επουλώνοντας πληγές ανοιχτές
κι ανεξίτηλους πόνους
στη μετανάστευση του ανεκπλήρωτου.