Σπονδή στον Οδυσσέα Ελύτη - Σοφία Στρέζου


Νοσταλγοί στίχων του Ελύτη, βουτάμε πολλές φορές σε καθαρτήριες λέξεις και στην γοητευτική δυναμική που αναδίδουν. Άρωμα, χρώμα, θλίψη, ωδίνη ακολουθούν χαμένα καλοκαίρια και παγωμένους χειμώνες, μελαγχολικά φθινόπωρα και μια ζεστή άνοιξη σε ταξίδια που δεν έχουν τελειωμό. Ψίθυροι που σκηνοθετούν όνειρα, θροΐσματα ανέμου που ξυπνούν αισθήσεις, σε γαλάζιο φως. Φιλί στο κύμα που χάνεται στο μπλε, στη λευκότητα ασύννεφου ορίζοντα. Η διαφάνεια του φωτός με τις αμέτρητες διαθλάσεις πάνω στην ύλη, αλλά και βαθιά μέσα στην ψυχή, στήριξε τις αδύναμες σπίθες ποιητών, φυσώντας οξυγόνο στη φλόγα, για ν’ ανάψει η φωτιά στο δικό τους έργο. Έτσι απλά, η γραφή του έγινε κτήση κι η κτήση αφετηρία ποιητικών διαδρομών, από το ελάχιστο ή το πολύ, της δικής του λεπτομέρειας, ενός στίχου, μιας γραμμής, μιας εικόνας, σε φόντο δικού του ουρανού. Εύθραυστες ζωγραφιές, στους θρυμματισμούς της δικής μας απόγνωσης.

Αέρινα, στέρεα, με συμπαγή εσωτερικά υποστυλώματα, η ποίηση του Ελύτη δημιουργεί την ιδανική συνθήκη, για αναδημιουργία και έμπνευση. Λέξεις οικείες, αλλά ταυτόχρονα μακρινές, σαν βροχή, σαν χάδι, σε μια ζωή που συνεχίζει να πετά ευχές στον ήλιο, στις προθέσεις, στους στεναγμούς, καθώς φωτίζονται με τον λόγο του, για να αποκαλυφθεί το θαύμα, που κρύβεται πίσω από αυτές. Υπάρχει μια υπερφυσική ροπή στην έκφραση, ένα τεντωμένο σχοινί, ανάμεσα στην αίσθηση και την παραίσθηση, που οδεύει σε μεταφυσικές πλεύσεις, ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρα στο συμπαντικό φως, τότε που το ορατό συναινεί με το αόρατο, το ρητό με το άρρητο, το έλλογο με το ά-λογο, το συγκεκριμένο με το αφηρημένο. Ο Ελύτης δεν αναπαριστά, δημιουργεί, χτίζει με υλικά που κυριαρχούν στην οπτική συνήθεια του τόπου. Υγρές υδάτινες μάζες και στερεοί όγκοι, δένουν αρμονικά, στις συζυγίες μιας πρωτόγνωρης συγκίνησης, ανάμεσα σε ρεαλιστικές και υπερρεαλιστικές φόρμες. Περιγραφές ανάγλυφες, γεμάτες σχήματα λόγου, αναπαριστούν φλέβες ονείρου, όταν τα βλέφαρα κλείνουν απαλά σε επίγειους καθρεφτισμούς, για ν’ αναδείξουν σύμβολα δικαίου στην αιώνια σιωπή. Διαισθάνεσαι τότε, συναισθάνεσαι τον χτύπο, την κραυγή της ελευθερίας, τη σύνθεση της διαλεκτικής ισορροπίας, για εκείνους που πραγματικά θέλουν ν’ ακούσουν ροές της θάλασσας και του ανέμου, του ήλιου και της αλμύρας, στις προσιτές, υπαινικτικές κάποιες φορές επιρροές του ονείρου. Το απτό γίνεται πνευματικό, με λόγια άσπρα-κάτασπρα γεμάτα φως.

Διαχυτισμοί που πηγάζουν από την λατρεία της ελληνικής γλώσσας και της αδιάσπαστης συνέχειάς της, από την λατρεία για την ελληνική φύση και το αγνάντεμά της, από την λατρεία του πολιτισμού και των παραμέτρων του, όλοι δοσμένοι με λυρισμό και τρυφερότητα στους αυτοεξορισμούς του φωτός, σε μια διαρκή αναγέννηση. Κοιτάξαμε την ίδια πέτρα, το ίδιο σύννεφο, τον ίδιο ουρανό, στον ίδιο τόπο, που αιώνες τώρα γεννά ποιητές, πότε σε μικρούς λοφίσκους , πότε σε βουνοπλαγιές και κάποιες φορές σε ολύμπιες κορυφές. Αγναντεύουν από κει την ομορφιά του κόσμου και με γενναιοδωρία τη δίνουν σ’ όλους εμάς, που σκύβουμε με σεβασμό, δεχόμενοι το μεγαλείο τους. Τότε που τ’ αγκάθια γίνονται ρόδα και τα ρόδα ραίνουν τον δρόμο που θα πατήσουν οι νεώτεροι, με τα όνειρα να θυμιατίζουν τις θύμησες. Τότε που όλοι σκάβουν στις ακρώρειες του λόγου, για να συναντήσουν την ελάχιστη αναλαμπή, για ν’ ανάψουν οι λαμπαδηδρόμοι τις δάδες σε λαμπαδηδρομίες, διώχνοντας σκοτάδια, σε Απολλώνιες λιτανείες. Με μπαλόνια μέθης πετούν σε αλησμόνητη χώρα αν κι αυτή τους λησμονεί. Με λουλούδια στα χέρα θ’ αμυνθούν σε εκείνα που τους έταξαν και δεν ήρθαν. Όταν όλα θα τρέχουν, εκείνοι θα σταματούν, θα σκουπίζουν το αίμα που τρέχει στα κάγκελα, που γύρω τους έβαλαν. Γιατί η ποίηση έχει τη δύναμη να γκρεμίζει φυλακές και σκιές να ξεφτίζει, σε κείνο που λείπει κι όμως είναι εδώ, ανεπίγνωτο, αγνοημένο σχεδόν στις μάχες της ψυχής με την πραγματικότητα, περιμένοντας χελιδόνια της άνοιξης, για να βγάλουν τον μάρτη της πίκρας. Μοίρα πλανεύτρα και κατάρα που μαγεύει όσους ακουμπήσει το μαγικό της ραβδί κι αλήθεια που πρέπει να βγει, να φανερωθεί σε στράτες σελίδων λευκών. Τρικυμίες σε βλέμματα καλοκαιριού και θύελλες σε σβησμένα μισόλογα. Θα πενθούν μαζί με τον ποιητή στον Παράδεισο μόνοι, την αθωότητα του θανάτου.

Έτσι μας έμαθε, έτσι μας δίδαξε την γνώση, μέσα από τον αέρα που φυσά τους ανεμόμυλους των νησιών, το απλησίαστο των βράχων, το ματωμένο κυκλάμινο ερημικών γκρεμνών, το κρύο του νερού στα μανιασμένα κύματα. Στάλες που ζητούν να πέσουν, να γίνουν φωνή με διάμεσο τα δάχτυλα, που θα γράψουν για ακατοίκητες ξέρες μεσοπέλαγα. Με καλπασμούς που χωρούν όλους του θαμμένους προγόνους στους κρατήρες της θλίψης, σαρώνοντας τ’ ανεπιθύμητα που έρχονται. Ανώνυμα κι ανεπιτήδευτα να εφορμούν στην πρώτη λέξη της πρώτης γραμμής, της πρώτης ουσίας, «εν αρχή ην ο Λόγος», αναζητώντας την ποίηση στις καρδιές, στα φωτοστέφανα άναρθρης φωνής, που γίνεται Τέχνη.
Γιατί η τέχνη μιλά σ’ όλες τις γλώσσες μιας Βαβέλ ξέσκεπης στο θόλο τ’ ουρανού. Πρωτοβγαίνει στην πρώτη ηλιαχτίδα. Σωπαίνει αήττητη, σε μεγάλες αναζητήσεις, σε διάφανες καταδύσεις. Περνά τα νερά, για να λουστεί με ύψος και φως, τινάζοντας από πάνω της το προαιώνιο πένθος. Άλλωστε, πάντα οι ξερολιθιές άγονης γης, περιμένουν να σταθούμε και να προσκυνήσουμε τη δόξα του πρωτομάστορα, που έβαλε το πρώτο λιθάρι της αναπόφευκτης κατολίσθησης, σε απότομες πλαγιές, στηρίζοντας το πρώτο χώμα, στους εντοιχισμούς της μεγαλοπρέπειας αφιλόξενου τοπίου. Τ’ ακροκέραμα της μνήμης, θα φυλάξουν σπασμένους λυγμούς ανάστασης κι η μέδουσα, θα είναι πάντα εκεί σε τρεμάμενα νερά, να χύνει το μελάνι της, για να γράφουμε τις ανορθόγραφες κι ανομοιοκατάληκτες μνήμες, ως να μιλήσουν οι πέτρες και τα μάρμαρα, στα ακρωτήρια του νόστου της αρχαίας μας γης.

Θάρθουν νερένιοι χρόνοι, θα κυλήσουν με υγρές αντανακλάσεις, για να μιλήσουν οι φυσαλίδες που αιώνες τώρα δροσίζουν βράχια, στις τσακισμένες αναμονές, στους ψιθυρισμούς του πεύκου, κάθε που σκύβει και φιλά τη θάλασσα, μεθώντας με τραγούδια σειρήνων, αναπαύοντας πόθους, σε κλειστούς όρμους. Αμίλητοι κυματοθραύστες θα συγκρατούν την ορμή αρχαίας σκουριάς, στις οξειδώσεις νερού θαλασσινού, πάνω σε ετοιμόρροπους γκρεμούς. Ένα βήμα, μια δρασκελιά στις ατείχιστες πτώσεις στο μπλε, στο λευκό, στο καταγάλανο ακινητοποιημένων πλεύσεων. Ώρες ανάμεσα σε φλέβες που άντεξαν κι αντέχουν ακόμα να ξοδεύεται χρώμα κυανό με μόνο ήχο, τον αμετάφραστο ήχο της θάλασσας. Να ψάχνω ξανά και ξανά, εκείνο που ίσως ξέχασα και λησμόνησα να πω, στις αποτυπώσεις του γαλάζιου. Να σκαρφαλώνω ως τις πιο ψηλές κορυφές, για να συναντώ το πρώτο χιόνι, την πρώτη σταγόνα που έφθασε κι έγινε ένα με το κλειστό πέλαγος της πιο παλιάς θάλασσας, τη Μεσόγειο ανθισμένου κυκλάμινου, ευωδιά μυρτιάς, άρωμα θυμαριού, χειμωνιάτικου λεμονανθού κι απριλιάτικου κρίνου.

«Που βρέθηκε; από πού νάρχεται;» ρωτάει ο Ποιητής. Απέθαντα ταξίδια σε ήλιους που αγκαλιάζουν καλοκαίρια, με ποντοπόρα σχήματα σιωπής, νοσταλγώντας με λαχτάρα, ήχους επιστροφής στην αρχέγονη μήτρα. Όλα από μακριά έρχονται κι όλα τόσο κοντά στο άβρετο και το φανερωμένο.
Χορταριασμένα μονοπάτια και χελιδονόψαρα στον αφρό, το γυαλί της άμμου κι οι λαμπυρισμοί τους στο φως, ανιχνεύουν τοπία ερημικά και μουράγια γεμάτα άπνοια, στάζοντας τη δροσιά, σε αγάλματα και μαρμάρινα αετώματα , μετρώντας ένα-ένα τ’ αστέρια. Μιλούν με την αφή, με ψήγματα λέξεων στον ακρογωνιαίο λίθο του Λόγου, στο αχανές των ψιθύρων, στην απεραντοσύνη της σιγαλιάς. Θα πονώ μ’ ευλάβεια μαζί σου σκαρί αταξίδευτο, σε αξεκίνητες πλεύσεις, στους ατλαντικούς που δεν είδα. Μα ότι πρόλαβα να δω, λουλούδι κομμένο στις αυλές των σπιτιών στην πλημμυρίδα των βλεφάρων και την άμπωτη των χειλιών.
Ότι μπόρεσα να δω, ανταύγεια ανοιχτού κοχυλιού, διάφανου βυθού που έκλεισε μέσα του γοργόνας ανάσα, σε κατακλυσμιαίους καιρούς.
Μοίρες γαλάζιες δεν άφησαν να πνιγούν μύθοι της θάλασσας και του ανέμου κι άφησαν να ιστορηθούν από τον «ήλιο τον ηλιάτορα» το Ίλιον του φωτός και του έρωτα για να μπορεί να ταξιδεύει σε άχρονους χρόνους.

Είναι η αύρα του Ελύτη που έλκει κι εμείς αμετανόητα ρομαντικοί, δειλά επιθυμούμε να ξεναγήσουμε τις λέξεις μας, στη δική του στρατόσφαιρα.
Ανορθόγραφοι φθόγγοι στους αναγραμματισμούς μιας σύνθεσης, που νομίζεις πως από πάντα ήταν εκεί.