Επέλαση φωτιάς


Μύριζαν την φωτιά που ο άνεμος έφερνε
δυνατή κατευθύνονταν προς αυτούς,
έβλεπαν τις φλόγες νἀρχονται καταπάνω τους
χωρίς να μπορούν να τις σβήσουν
με εκπνοές στεναγμών και δάκρυα.

Εκείνους διάλεξε να τυλίξει
να κάψει και το τελευταίο τους κύτταρο
προκαλώντας εγκαύματα που έφθαναν
ως τις μεγάλες αντιθέσεις που αποδέχθηκαν
όταν αγγίζανε όρια μη διαπραγματεύσιμα.

Πόσο δύσκολο ήταν
να υπερασπιστούν τη ρευστότητα
στιγμών που δεν ήρθαν,
το κενό που απαρνημένο κοίταζε την θλίψη
με τη φωτιά να αφανίζει την λευκή ηρεμία,
να σπάει τον τρόμο στα άστεγα βάραθρα,
κι ούτε ένας χαρταετός να σηκώσει ψηλά
κουρέλια ναυαγισμένα, αυτοεξόριστα
που αποδέχονται, συμμαχούν με βοριάδες
να κρατήσουν εκείνα έστω για λίγο το τιμόνι
στις παραβατικές προσεγγίσεις
για ν' ανασάνουν στο ύψος
αντέχοντας άλλη μια φορά
τα αόρατα που επιμένουν
να κυριεύουν και να κυριαρχούν στις αισθήσεις
λίγο πριν αμετανόητα καούν σε πύρινα δειλινά.