Καλπάζουν τα μάτια σου πάνω μου
ακούω το ποδοβολητό μιας αφής ανέγγιχτης
μετέωρης πάνω στην κατανόηση
στην αμφισβήτηση
στην αποδοχή
σχεδόν παραπαίει με συλλαβές και λέξεις
που δεν φωνάζουν
αλλά μιλούν το σιγανό της αλήθειας.
Είναι κι οι χρόνοι που πέρασαν,
απεργώντας για συνωμοσίες κλειστές
κρατώντας την απελπισία
σε καταψύκτες αναμονής
ώσπου να λιώσει η οργή
να μαλακώσει ο πόνος
ως να πνιγεί η θλίψη
στα κολαστήρια του ψεύδους
κι αναδυόμενη να φανεί
η δύναμη που πάντα
άσπρο φόρεμα φόραγε
σε παραμιλητα συγνώμης
γιατί αυτό φόραγε πάντα
σε δύσκολες νεροποντές
κι αστραπές που φώτιζαν γυρισμούς
σε κύκλους που δεν έκλεισαν ποτέ.
με αφημένους ανοιχτούς τους δρόμους.