Γυναίκα Γ΄


Απρίλης ήτανε;
Ναί, Απρίλης του 78.
Σηκώθηκε, τα μάτια της άστραψαν
ντύθηκε όπως τότε
δέκα χρόνια πριν, το ίδιο άσπρο ταγιέρ
αναρωτήθηκε πολλές φορές γιατί το φύλαξε
δεν ήτανε καιρός να ξαναρχίσει
αν όμως, αν ξανάρχιζε θα συναντούσε
τις ίδιες ωδύνες της φλόγας μπροστά της.
Κρέμασε την τσάντα της
δέκα χρόνια ήταν πολλά
για κείνη την ορφανή απουσία
την απατημένη ύπαρξη.
΄Εσμιξε τα φρύδια
σημάδεψε το προσωπείο της στον καθρέφτη
κι έκλεισε πίσω της με δύναμη την πόρτα.
Ο δρόμος μπροστά της γνώριμος
ήθελε να βρεθεί μόνη
να μιλήσει, να θυμηθεί.
Δέκα χρόνια
προσπάθησε να θυμηθεί πόσοι την αγαπήσανε
δεν θυμόταν ή δεν ήθελε να θυμηθεί
το πρόσωπό της ανέκφραστο
κάποιος τη κοίταξε περίεργα
δεν την ένιαζε
αυτή μετρούσε, μετρούσε
δεν έβρισκε αριθμό ή δεν υπήρχε
μόνον κάποιες αόριστες ρωγμές φωνών
σε κείνα τα άδεια από έρωτα βράδυα
δεν έβρισκε ένα πρόσωπο για ν' αγαπήσει
δεν είχε ένα πρόσωπο για ν' αγαπηθεί.
Τι είχε λοιπόν;
Από συνήθεια κοιμώταν νωρίς τα βράδυα
κι ύστερα είπε, θα φύγω
τούτα τα σύννεφα που κάποτε τάστησε σ' ένα χαρτί
τάκανε βροχή στα μάτια της.
΄Ολα τελείωσαν, οι συνωμοσίες αβέβαιες
μόνον οι μύθοι αγαπούν τη σιωπή
κι οι πράξεις προσφέρουν θυσία στη λήθη.
Πάλι συνωμοσία;
ή μήπως ανταρσία, απελπισία;
κι όμως τα σχήματα παραμένουν ακίνητα.
Βάζει τα χέρια της στο κεφάλι
αρχίζει και τρέμει
προχωρά βιαστικά
κάθεται στο παγκάκι στην άκρη της θάλασσας
πάντα μια θάλασσα συντροφεύει τις σκέψεις μας
ανάβει με βιασύνη τσιγάρο,
το δηλητήριο, το δηλητήριο
αυτό μόνο της έμεινε.
Κλείνει τα μάτια
ίσως και να μην τα είχε ποτέ ανοιχτά
ή μήπως θέλει να τα κλείσει για πάντα.
Πόσο, πόσο χρειάζεται κανείς ένα θάνατο;
Ναι αυτό είναι - απόψε θέλω ένα θάνατο
χαμογελάει, σκέφτεται πως είναι δειλή
πως δεν σκότωσε ποτέ
πως σκοτώθηκε ήδη πολλές φορές.
- Κυρία - κυρία
τούτο το κοχύλι έχει κάτι μέσα.
Ξαφνιάστηκε από τη φωνή
δεν είχε δει το παιδί που ήταν μπροστά της
το κοίταξε
προσπάθησε με χαμόγελο να λύσει την απορία του
αυτό ήταν , θυμήθηκε πως είχε καιρό να χαμογελάσει
το απόγευμα ήταν ακόμα ζεστό κι ας ήταν Απρίλης
το παιδί έφευγε γυρνώντας το κεφάλι του πίσω, την έβλεπε
κι αυτή εξακολουθούσε να κρατά
ένα ζεστό χαμόγελο για κείνο
να τ' ακολουθεί, ώσπου χάθηκε.
Της έμεινε το χαμόγελο
ντύθηκε το χαμογελο
άρχισε να πέφτει ο ήλιος
ποτέ πριν δεν είχε δει
μιαν όμορφη δύση να δύει μέσα στη θάλασσα
ένιωσε ντροπή
πόσα πράγματα δεν είχε προσέξει πριν.
κούμπωσε τη ζακέτα
την ίδια άσπρη ζακέτα
όπως δέκα χρόνια πριν
Απρίλης όπως και τότε
μόνο που τώρα ντύθηκε το χαμόγελο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: