Αφοσιώνεσαι
στη νύχτα
στο
πέρασμα ολόγιομης σελήνης
απ’
το παράθυρό σου.
Μια
λάμψη της ξεστρατίζει στο κομοδίνο
πέφτει
στο νερό που κρατάς για το βράδυ
με
την ψευδαίσθηση
πως
θα πιεις ολόκληρο το φεγγάρι
για
να ξεδιψάσουν κι απόψε οι πόθοι.
Άλλη
μια φορά ικετεύεις
να
μη δύσουν όταν αφομοιώνεις τη σιωπή
ακρωτηριάζοντας
την έξαψη
που
σου μιλά με λυγμούς
στα
σεντόνια της λύπης.
Αισθάνομαι…
πως
ανεξακρίβωτη στιγμή
θα
πάρεις της δυσπιστίας το δρόμο
κι
ούτε που σε νοιάζει
η
απόσταση μιας ακόμα διάνυσης
στα
φονικά του παράλογου
στις
διαστάσεις… της αμφιβολίας.