Άνεμοι


Θα σηκωθούν οι άνεμοι, θα ξεσηκωθούν
θα φύγουν γι' άλλους τόπους
σαν τους σταυροφόρους που καλπάζουν στον θάνατο
με την ελπίδα να σκορπά σε ήχους
να πυκνώνουν τα λόγια
μα πάλι να μην μπορούν ν' ακουστούν
σα μηρυκάζουν απόγνωση στους ιλίγγους του πόθου.

Θ' αγγίζουν τυφλά ότι καταργήθηκε
ότι με λέξεις μάχιμες σπαταλήθηκε
σε μεγενθυμένα πάθη
που τώρα παρακμάζουν την άρνηση
τη συντριβή ολονύκτιων ταξιδιών
στους παράξενους παιχνιδισμούς πολεμώντας την άκρη
υψώνοντας μαύρο πανί για ν' αρμενίσουν
την πειρατεία ναυαγισμένης νοσταλγίας
που στάζει όλο εκείνο που έμεινε πίσω.

Νεκρές επιθυμίες στη μελαγχολία των ποιητών
που θέριεψαν ώρες μικρές
κι άξαφνα εισέβαλαν σε κατεδαφισμένα καλοκαίρια
πάτησαν ασάνδαλα την άμμο
στην ενδοχώρα της αγάπης
τότε που ψιθυρίσματα ήλιου
διαπερνούσαν σκισμένες τσέπες
και γυάλιζαν πάνω στις πέτρες
τολμώντας να κρατήσουν για λίγο
ένα φεγγάρι στα χέρια
γράφοντας με καιόμενα δάχτυλα
στις σβησμένες στάχτες στίχους,
την αφετηρία όλων των "ΝΑΙ".

Τότε οι άνεμοι δεν φοβόταν την ζωή,
ανάμεσα στα ερείπια άλλης ζωής
έψαχναν με πυρακτωμένες ανάσες συναισθήματα
με μικρούς θανάτους έγραφαν καθημερινά ποιήματα
λίγο πριν ξημερώσουν φυλακισμένες μοναξιές
στους χάρτινους καιρούς της νύχτας
συλλέγοντας μαρτύρια αδιέξοδων πηγαιμών
σταυρώνοντας με πόνο κάθε πρωί το όνειρο.